Εξωσωματική Γονιμοποίηση
Εξωσωματική Γονιμοποίηση (IVF) είναι η διαδικασία της γονιμοποίησης των ωαρίων από τα σπερματοζωάρια στο εργαστήριο, έξω από το σώμα της γυναίκας. Τα έμβρυα που προκύπτουν μεταφέρονται στη συνέχεια μέσα στη μήτρα της μητέρας.
Από το 1978 που γεννήθηκε στην Αγγλία το πρώτο παιδί από εξωσωματική γονιμοποίηση, εχουν γεννηθεί παγκοσμίως πάνω από 5 εκατομμύρια παιδιά μ’ αυτή τη μέθοδο.
Η εξωσωματική γονιμοποίηση περιλαμβάνει κλασικά τη διέγερση των ωοθηκών με καθημερινές ενέσεις ορμονών, με σκοπό την παραγωγή περισσοτέρων ωαρίων από το ένα ωάριο που φυσιολογικά θα απελευθέρωνε η γυναίκα στον φυσικό της κύκλο. Η διαδικασία αυτή συμπληρώνεται και από μία δεύτερη σειρά ενἐσεων που εμποδίζουν τα ωοθυλάκια (τις μικρές κυστούλες που περιέχουν τα ωάρια) να σπάσουν και να γίνει επομένως ωορρηξία πριν από τη συλλογή των ωαρίων – ωοληψία στο εργαστήριο. Όταν η γυναίκα είναι έτοιμη χορηγείται μία τελευταία ένεση που προετοιμάζει και ωριμάζει τα ωάρια για τη διαδικασία της ωοληψίας.
Η συλλογή των ωαρίων (ωοληψία) πραγματοποιείται περίπου 36 ώρες μετά την τελευταία ἐνεση.
Στην κλασική εξωσωματική (conventional IVF) τα ωάρια που συλλέγονται αναμειγνύονται μέσα σε ειδικά καλλιεργητικά δισκία με σπερματοζωάρια που έχουν επιλεγεί από το δείγμα σπέρματος που δίνει ο σύντροφος την ημέρα της ωοληψίας.
Ένα ποσοστό των ωαρίων αυτών γονιμοποιούνται και τα έμβρυα που προκύπτουν καλλιεργούνται σε κατάλληλες συνθήκες και μεταφέρονται πίσω στη μήτρα της γυναίκας (εμβρυομεταφορά) 2-5 ημέρες μετά την ωοληψία.
Ποια ζευγάρια είναι κατάλληλα;
Η Εξωσωματική Γονιμοποίηση ενδείκνυται:
Σε γυναίκες που έχουν πρόβλημα με τις σάλπιγγές τους (απόφραξη σαλπίγγων, συμφύσεις, αφαίρεση της μίας ή και των δύο σαλπίγγων λόγω εξωμητρίου κύησης ή άλλων παθήσεων).
Σε γυναίκες που έχουν διαταραχές με την ωορρηξία τους και έχουν αποτύχει σε απλούστερες θεραπείες (πρόκληση ωορρηξίας με σπερματέγχυση, κτλ.)
Σε περιπτώσεις με σοβαρές διαταραχές του σπέρματος.
Σε γυναίκες με σοβαρή ενδομητρίωση ή άλλες καταστάσεις που επηρεάζουν την ποιότητα των ωαρίων και τις επάρκειες των ωοθηκών.
Σε γυναίκες με μικρό αριθμό και κακή ποιότητα ωαρίων και σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας.
Σε ζευγάρια που δεν έχει βρεθεί συγκεκριμένη αιτία για την υπογονιμότητά τους, τα οποία προσπαθούν μεγάλο διάστημα να τεκνοποιήσουν ή σε ζευγάρια που έχουν αποτύχει οι απλούστερες θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.